- προψεσινός
- -ή, -ό, Ν(διαλ. τ.) αυτός που συνέβη πριν από δύο βράδια, αυτός που έγινε το προπροηγούμενο βράδυ.[ΕΤΥΜΟΛ. < προψές + κατάλ. -ινός (πρβλ. σημερ-ινός)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προψεσινός — ή, ό αυτός που έγινε προψές ή υπάρχει από προψές: Να συνεχίσουμε την προψεσινή συζήτηση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)